ἄπεδον
Look at other dictionaries:
ἅπεδον — ἄπεδον , ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδον , ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεδον — ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπεδος — ἄπεδος, ον (Α) 1. πεδινός, επίπεδος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»] … Dictionary of Greek